παλινδρομία — παλινδρομίᾱ , παλινδρομία running back fem nom/voc/acc dual παλινδρομίᾱ , παλινδρομία running back fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίᾳ — παλινδρομίαι , παλινδρομία running back fem nom/voc pl παλινδρομίᾱͅ , παλινδρομία running back fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίας — παλινδρομίᾱς , παλινδρομία running back fem acc pl παλινδρομίᾱς , παλινδρομία running back fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίαι — παλινδρομία running back fem nom/voc pl παλινδρομίᾱͅ , παλινδρομία running back fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίαν — παλινδρομίᾱν , παλινδρομία running back fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομιῶν — παλινδρομία running back fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίαις — παλινδρομία running back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίη — παλινδρομία running back fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρομίης — παλινδρομία running back fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… … Dictionary of Greek